ἀ-μετρία

ἀ-μετρία

ἀ-μετρία, , Ueberschreitung des Maaßes, Uebermaaß, bei Plat., der συμμετρία, Tim. 87 d (wie Legg. X, 925 a τοῠ τῶν γάμων χρόνου, Unangemessenheit, vgl. Clit. 407 c ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀμ.), u. ἐμμετρία, Rep. VI, 486 d, entgegengesetzt; Unmäßigkeit, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν ϑρῆνον ἀμ. Luc. Luct. 18; γαστρός Plut.; unermeßliche Menge, Plat. Ax. 367 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετρία — μετρίᾱ , μέτριος within measure fem nom/voc/acc dual μετρίᾱ , μέτριος within measure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μετρίᾱ , μετριάω pres imperat act 2nd sg μετρίᾱ , μετριάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρίᾳ — μετρίᾱͅ , μέτριος within measure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρια — ούτε πολύ ούτε λίγο, με σωστή αναλογία, χωρίς υπερβολές: Στο ταξίδι πέρασα μέτρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρια — μέτριος within measure neut nom/voc/acc pl μέτριος within measure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτριᾳ — μέτριαι , μέτριος within measure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριάσας — μετριά̱σᾱς , μετριάω pres part act fem acc pl (doric) μετριά̱σᾱς , μετριάω pres part act fem gen sg (doric) μετριά̱σᾱς , μετριάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) μετριά̱σᾱς , μετριάζω to be moderate fut part act fem acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριάσαι — μετριά̱σᾱͅ , μετριάω pres part act fem dat sg (doric) μετριά̱σαῑ , μετριάω aor opt act 3rd sg (attic doric) μετριά̱σᾱͅ , μετριάζω to be moderate fut part act fem dat sg (doric) μετριάζω to be moderate aor inf act μετριάσαῑ , μετριάζω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριάσει — μετριά̱σει , μετριάω aor subj act 3rd sg (attic epic doric) μετριά̱σει , μετριάω fut ind mid 2nd sg (attic doric) μετριά̱σει , μετριάω fut ind act 3rd sg (attic doric) μετριάζω to be moderate aor subj act 3rd sg (epic) μετριάζω to be moderate fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριάσουσι — μετριά̱σουσι , μετριάω aor subj act 3rd pl (attic epic doric) μετριά̱σουσι , μετριάω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μετριά̱σουσι , μετριάω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μετριάζω to be moderate aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριάσουσιν — μετριά̱σουσιν , μετριάω aor subj act 3rd pl (attic epic doric) μετριά̱σουσιν , μετριάω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μετριά̱σουσιν , μετριάω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μετριάζω to be moderate aor subj act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”