μετρία — μετρίᾱ , μέτριος within measure fem nom/voc/acc dual μετρίᾱ , μέτριος within measure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μετρίᾱ , μετριάω pres imperat act 2nd sg μετρίᾱ , μετριάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρίᾳ — μετρίᾱͅ , μέτριος within measure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
μέτρια — ούτε πολύ ούτε λίγο, με σωστή αναλογία, χωρίς υπερβολές: Στο ταξίδι πέρασα μέτρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρια — μέτριος within measure neut nom/voc/acc pl μέτριος within measure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτριᾳ — μέτριαι , μέτριος within measure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάσας — μετριά̱σᾱς , μετριάω pres part act fem acc pl (doric) μετριά̱σᾱς , μετριάω pres part act fem gen sg (doric) μετριά̱σᾱς , μετριάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) μετριά̱σᾱς , μετριάζω to be moderate fut part act fem acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάσαι — μετριά̱σᾱͅ , μετριάω pres part act fem dat sg (doric) μετριά̱σαῑ , μετριάω aor opt act 3rd sg (attic doric) μετριά̱σᾱͅ , μετριάζω to be moderate fut part act fem dat sg (doric) μετριάζω to be moderate aor inf act μετριάσαῑ , μετριάζω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάσει — μετριά̱σει , μετριάω aor subj act 3rd sg (attic epic doric) μετριά̱σει , μετριάω fut ind mid 2nd sg (attic doric) μετριά̱σει , μετριάω fut ind act 3rd sg (attic doric) μετριάζω to be moderate aor subj act 3rd sg (epic) μετριάζω to be moderate fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάσουσι — μετριά̱σουσι , μετριάω aor subj act 3rd pl (attic epic doric) μετριά̱σουσι , μετριάω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μετριά̱σουσι , μετριάω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μετριάζω to be moderate aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάσουσιν — μετριά̱σουσιν , μετριάω aor subj act 3rd pl (attic epic doric) μετριά̱σουσιν , μετριάω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μετριά̱σουσιν , μετριάω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μετριάζω to be moderate aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)