- ἀ-μετρί
ἀ-μετρί, adv. zum vorigen, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μετρί, adv. zum vorigen, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέτρι' — μέτρια , μέτριος within measure neut nom/voc/acc pl μέτρια , μέτριος within measure neut nom/voc/acc pl μέτριε , μέτριος within measure masc voc sg μέτριε , μέτριος within measure masc/fem voc sg μέτριαι , μέτριος within measure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λα Μετρί, Ζιλιέν Οφρουά ντε- — (Julien Offray de La Mettrie, Σεν Μαλό, Γαλλία 1709 – Βερολίνο, Γερμανία 1751). Γάλλος φιλόσοφος και γιατρός. Σπούδασε στο Λέιντεν με δάσκαλο τον Μπάιρχαβε, η μηχανιστική φυσιολογία του οποίου ώθησε τον Λ.Μ. να στραφεί προς τον φιλοσοφικό υλισμό… … Dictionary of Greek
ψυχομέτρι — το, Ν πλήθος ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + μέτρι (< μετρώ), πρβλ. ζυγο μέτρι] … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
μηχανοκρατία — (Φιλοσ.). Όρος που αναφέρεται στις θεωρίες που οδηγούν στην ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, σύμφωνα με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Κλασικά παραδείγματα μ. στην ιστορία… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek
Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… … Dictionary of Greek