ἀ-μετρής

ἀ-μετρής

ἀ-μετρής, orac. bei Diod. Sic. 12, 10, μάζα, =


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετρῇς — μετρέω measure pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουσιμέτρης — κρουσιμέτρης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + μέτρης (< μετρῶ), πρβλ. γεω μέτρης, ξυλο μέτρης. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • ξυλομέτρης — ξυλομέτρης, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν υπεύθυνος για την καταμέτρηση τής σκαμμένης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. σχοινο μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • ουρανομέτρης — οὐρανομέτρης, ὁ (Α) (για τον Θεό) αυτός που μετρά τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + μέτρης (< μέτρο), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • παχομέτρης — ο είδος διαβήτη με κεκαμμένα σκέλη με τον οποίο μετρούν το πάχος ενός αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχος + μέτρης (πρβλ. αεριο μέτρης)] …   Dictionary of Greek

  • προμέτρης — ὁ, ΜΑ ο προμετρητής* αρχ. τίτλος αξιώματος στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • στερεομέτρης — ὁ, Α αυτός που μετρά στερεά σώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • σχοινομέτρης — ὁ, ΜΑ αυτός που μετρά με τη χρήση σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + μέτρης (< μέτρον*), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομέτρης — ο, Ν 1. γεωδαίτης που εκτελεί τριγωνισμούς 2. τοπομετρογραφος που εκτελεί τοπικούς ή γραφικούς τριγωνισμούς 3. όργανο που προορίζεται για την επίλυση προβλημάτων σχετικών με τα τρίγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω… …   Dictionary of Greek

  • χρονομέτρης — ο, Ν (ιδίως σχετικά με αθλητικά αγωνίσματα) ειδικός που μετρά την ακριβή χρονική διάρκεια μιας ενέργειας με χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω μέτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”