- ἀν-ερμήνευτος
ἀν-ερμήνευτος, unerklärt, unerklärlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ερμήνευτος, unerklärt, unerklärlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερμηνευτός — ή, ό αυτός που μπορεί να ερμηνευθεί, να διασαφηνιστεί, ο εξηγητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερμηνεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Γ. Κωνσταντινίδη] … Dictionary of Greek
εξηγήσιμος — η, ο ο άξιος να εξηγηθεί, που μπορεί κανείς να τον ερμηνεύσει, ερμηνευτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)