- ἀν-ερίθευτος
ἀν-ερίθευτος, unbestochen, parteilos, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ερίθευτος, unbestochen, parteilos, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριθευτός — ἐριθευτός, ή, όν και κρητ. τ. ἐριθεοτός, ή, όν (Α) [εριθεύομαι] επιγρ. αυτός που δεκάζεται, που δωροδοκείται … Dictionary of Greek
εριθευτικός — ἐριθευτικός, ή, όν (Μ) [εριθευτός] εριστικός («βλάσφημος καὶ ἐριθευτικὸς καὶ φιλόνεικος», Ευστ.) … Dictionary of Greek