- ἀ-μερής
ἀ-μερής, ές, 1) ungetheilt, Plat. ἓν καὶ ἀμ., Theaet. 205 e; Parm. 138 a; opp. μεριστός Tim. 35 a; untheilbar, σημεῖον Luc. Hermot. 74. – 2) unpartheiisch, κρίσις Luc. calumn. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μερής, ές, 1) ungetheilt, Plat. ἓν καὶ ἀμ., Theaet. 205 e; Parm. 138 a; opp. μεριστός Tim. 35 a; untheilbar, σημεῖον Luc. Hermot. 74. – 2) unpartheiisch, κρίσις Luc. calumn. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφεξαμερής — ἐφεξαμερής, ὁ (Α) αριθμός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και το ένα έκτο της (1+1/6). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξα μερής (< ἕξ + μερής < μέρος), πρβλ. δı μερής, πολυ μερής] … Dictionary of Greek
ημιμερής — ἡμιμερής, ές (Μ) ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μερής (< μέρος), πρβλ. μονο μερής, πολυ μερής] … Dictionary of Greek
λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος … Dictionary of Greek
ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε … Dictionary of Greek
μεγαλομερής — μεγαλομερής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από μεγάλα μέρη («τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα», Πλάτ.) 2. μεγαλοπρεπής, πολυτελής. επίρρ... μεγαλομερῶς (Α) 1. με μεγαλομερή σύσταση 2. μεγαλοπρεπώς («ὁ δῆμος μεγαλομερῶς ἐψηφίσατο» … Dictionary of Greek
μικρομερής — και σμικρομερής, ές (Α) αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. επίρρ... μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α) σε μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ. ισο μερής] … Dictionary of Greek
μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… … Dictionary of Greek
οκταμερής — ὀκταμερής, ές (Α) αυτός που αποτελείται από οκτώ μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + μερής (< μέρος), πρβλ. εξα μερής] … Dictionary of Greek
ολομερής — ές (Α ὁλομερής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος αρχ. αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. επίρρ... ολομερώς (Α ὁλομερῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ομοιομερής — ές (Α ὁμοιομερής, ές) αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ α) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ… … Dictionary of Greek
παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… … Dictionary of Greek