ἀ-μαυρός

ἀ-μαυρός

ἀ-μαυρός, ά, όν (vgl. μαυρός), 1) schwach schimmernd, dunkel, unkenntlich, Hom. nur Od. 4, 824. 835 εἴδωλον ἀμαυρόν von einem Traumbilde; ἴχνος Xen. Cyn. 6, 21, Ggstz σαφῶς γνωρίζειν; Eur. Herc. Fur. 125 ὅτου λέλοιπε ποδὸς αμαυρὸν ἴχνος von des Alters schwachem Tritt; κλῃδών. unsicher, Aesch. Ch. 840; unbedeutend, γενεή Hes. O. 282, Ggstz ἀμείνων; unberühmt, γένος Plut. Popl. 21; ἀμαυρόν τινα τιϑέναι, unberühmt machen, Aesch. Ag. 453; σϑένος Eur. Herc. Fur. 231, vgl. Androm. 204, wo Herm. die Bdtg blind festhalten will, der deshalb Soph. O. C. 1022 gegen die mss. ἀφα υρὸς φώς für ἀμαυρός vertheidigt, weil ἀμαυρός nie schwach bedeute. – 2) blind, κῶλον, der blinde Fuß, der Fuß des Blinden, Soph. O. C. 178, χεῖρες 1635; ἀμαυρὰ ὄψις, schwaches Gesicht, Xen. Cyn. 5, 26; ἀμαυρὰ βλέπω Strat. 93 (XII. 254). Uebertr., φρήν, trüber Sinn, Aesch. Ag. 532 Ch. 155. Oefter Plut.; νύξ Luc. Amor. 32; χρῆμα ἀμαυρὸν καὶ μικρόν Tim. 25. – 3) schwächend, νοῠσος Dionys. 10 (VII, 78). – Adv. ἀμαυρῶς βλέπειν Ep. ad. 696 (App. 337).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαυρός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • μαυρός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • Μαύρος, Γεώργιος — (Μεγίστη 1909 – Αθήνα 1995). Δικηγόρος και πολιτικός. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε κατά τα έτη 1932 42. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961… …   Dictionary of Greek

  • Μαύρος Κόλυμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στη νότια ακτή, Δ του όρμου Καλά Νερά. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού …   Dictionary of Greek

  • Μαύρος Λόγγος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — η, ο 1. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μελανός: Οι χήρες φορούν μαύρα ρούχα. 2. μτφ., άθλιος, πένθιμος, απαίσιος: Ξημέρωσε μια μαύρη μέρα. 3. φρ., «Κλαίω με μαύρο δάκρυ», κλαίω με πολύ πόνο· «Τον έκανε μαύρο στο ξύλο», τον έδειρε τόσο ώστε μελάνιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… …   Dictionary of Greek

  • Ραβάνος, Μαύρος — (Rabanus, 784 – 856). Σχολαστικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής του Αλκουίνου και διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Μαγεντίας. Διετέλεσε σχολάρχης της σχολής της Φούλδας, η οποία έγινε σημαντικό πνευματικό κέντρο στον καιρό του και θεωρείται ο πρώτος που… …   Dictionary of Greek

  • Τερεντιανός, Μαύρος — (Terentianus Maurus). Λατίνος γραμματικός από τη Μαυριτανία, που έζησε τον 2o αι. μ.Χ. Έγραψε μια Μετρική σε 4 βιβλία, όπου έμμετρα πραγματεύεται τα διάφορα μέτρα. Ο λατινικός τίτλος του έργου του είναι Carmen de litteris, syllabis et metris. Η… …   Dictionary of Greek

  • μαυρόν — μαυρός masc/fem acc sg μαυρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”