- ὀδυρτικός
ὀδυρτικός, zum Klagen geneigt, kläglich, weinerlich; Arist. rhet. 2, 13; ὀδυρτικόν τι ἀναφϑέγγεσϑαι, Plut. amat. 4 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδυρτικός, zum Klagen geneigt, kläglich, weinerlich; Arist. rhet. 2, 13; ὀδυρτικόν τι ἀναφϑέγγεσϑαι, Plut. amat. 4 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδυρτικός — ὀδυρτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδυρτός] οικτρός, αξιοθρήνητος αρχ. παραπονιάρης. επίρρ... ὀδυρτικῶς (Α) με οδυρτικό τρόπο, αξιοθρήνητα … Dictionary of Greek
ὀδυρτικός — querulous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικά — ὀδυρτικός querulous neut nom/voc/acc pl ὀδυρτικά̱ , ὀδυρτικός querulous fem nom/voc/acc dual ὀδυρτικά̱ , ὀδυρτικός querulous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικῶν — ὀδυρτικός querulous fem gen pl ὀδυρτικός querulous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικόν — ὀδυρτικός querulous masc acc sg ὀδυρτικός querulous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικαί — ὀδυρτικός querulous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικοί — ὀδυρτικός querulous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικοῦ — ὀδυρτικός querulous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικωτέρως — ὀδυρτικός querulous masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικῆς — ὀδυρτικός querulous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτική — ὀδυρτικός querulous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)