- περι-σκελία
περι-σκελία, ἡ, = περισκέλεια, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σκελία, ἡ, = περισκέλεια, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισκέλια — τὰ, Α 1. η εσωτερική περισκελίδα, το σώβρακο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «περισκέλια ἃ ἐφόρουν οἱ Ῥωμαῑοι περὶ τὰ σκέλη ἦσαν δὲ κροκοβαφῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκέλος (πρβλ. παρα σκέλια)] … Dictionary of Greek