περι-σκελής

περι-σκελής

περι-σκελής, ές, ringsum sehr dürr, hart, spröde; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ ϑραυσϑέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ' ἂν εἰςίδοις, Soph. Ant. 471; καύματα, Ath., Theophr. – Uebtr. sehr hartnäckig, eigensinnig, φρένες, Soph. Ai. 635, wo Lob. zu vgl.; unbarmherzig, περισκελῶς φέρειν, aegre ferre, Menand.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… …   Dictionary of Greek

  • (s)kel-3 —     (s)kel 3     English meaning: to dry out     Deutsche Übersetzung: “austrocknen, dörren”     Material: Gk. σκέλλω “trockne from, desiccate “ (trans., Fut. σκελῶ, Aor. ἔσκηλα; intr. Aor. ἔσκλην, perf. ἔσκληκα), σκελετός “ausgetrocknet”, m.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • υπερσκελής — ές, Α αυτός που έχει δυσανάλογα μεγάλο το ένα σκέλος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. περι σκελής] …   Dictionary of Greek

  • περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”