ἀ-κίνητος

ἀ-κίνητος

ἀ-κίνητος (fem. ἀκινήτη Pind. Ol. 9, 33), 1) unbewegt, unbeweglich, fest, ἑστάναι Plat. Soph. 249 a; γῆ ἀκινητοτάτη Tim. 55 d; nicht angerührt, unverletzt, τάφος Her. 1, 187; Ceb. tab. 34, neben δυςμαϑής hartnäckig; βαίνειν ἐξ ἀκινήτου ποδός, gehen, ohne den Fuß fortzusetzen, sterben, Soph. Tr. 875; φρένες ἀκίνητοι Ar. Ran. 899, schwerfälliger Geist. – 2) was nicht bewegt, nicht angerührt werden darf, heilig, bes. τὰ ἀκίνητα, Hes. O. 752 μ ηδ' ἐπ' ἀκινήτοισι καϑίζειν, auf den Gräbern; Eur. Iph. T. 1124, das Bildniß der Göttin heben ἐξ ἀκινήτων βάϑρων; Plut. öfter μὴ κινεῖν τὰ ἀκίνητα Legg. III, 684 d; vgl. Theaet. 181 a; nach dem Schol. sprichw. von solchen, die gottlos selbst das Heilige nicht achten; vgl. Her. 6, 134; κινεῖς τι τῶν ἀκινήτων Soph. O. C. 624, was verschwiegen werden muß, vgl. Ant. 1060. – Adv. ἀκινήτως ἔχειν, unbeweglich sein, Isoer. 2, 18; Plat. Tim. 38 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινητός — moving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κινητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί, αυτός που μπορεί κάποιος να τον μετακινήσει: Χρησιμοποιεί κινητή γέφυρα. 2. «κινητές γιορτές», οι γιορτές που δε γιορτάζονται την (ίδια ημερομηνία κάθε χρόνο. 3. το ουδ. πληθ., τα κινητά ως ουσ., σημαίνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητόν — κινητός moving masc acc sg κινητός moving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητοῖς — κινητός moving masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητοί — κινητός moving masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητούς — κινητός moving masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητή — κινητός moving fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῶς — κινητός moving adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῷ — κινητός moving masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”