- ἀεί-νηστις
ἀεί-νηστις, Antiphan. 3 (IX, 109), wo der cod. περίμνηστις hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-νηστις, Antiphan. 3 (IX, 109), wo der cod. περίμνηστις hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείνηστις — ἀείνηστις, ( ιος), ο, η (Μ) αυτός που πάντοτε νηστεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + νῆστις] … Dictionary of Greek