ἀεί-βολος

ἀεί-βολος

ἀεί-βολος, σφαῖρα, immer geworfen, Theodorld. 3 (VI, 282).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιόβολος — η, ο (Α ἡλιόβολος, ον) (για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος νεοελλ. 1. ο ηλιοβαρεμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο η ηλιακή ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. αεί βολος, καλλί βολος] …   Dictionary of Greek

  • αείβολος — ἀείβολος, ον (Μ) αυτός που ρίχνεται, εξακοντίζεται, βάλλεται συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + βόλος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”