- ἀγλαό-κολπος
ἀγλαό-κολπος, Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-κολπος, Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκολπος — ον, Α (για μήτρα ή για συρίγγιο) αυτός που έχει πολλούς κόλπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κολπος (< κόλπος), πρβλ. αγλαό κολπος, ευρύ κολπος] … Dictionary of Greek
μελάγκολπος — και μελανόκολπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό κολπος, βαθύ κολπος)] … Dictionary of Greek