- ἀγλαό-δωρος
ἀγλαό-δωρος, herrliche Gaben spendend, Demeter, Hom. H. Cer.; ϑήρη Opp. C. 4, 17; ὑγιείη Procl. H. Sol. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-δωρος, herrliche Gaben spendend, Demeter, Hom. H. Cer.; ϑήρη Opp. C. 4, 17; ὑγιείη Procl. H. Sol. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωόδωρος — ζωόδωρος, ον (Μ) αυτός που δωρίζει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + δωρος (< δώρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] … Dictionary of Greek
καλλίδωρος — καλλίδωρος, ον (Α) αυτός που αποτελεί ωραίο δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] … Dictionary of Greek
σοφόδωρος — ον, Α (για τη θεία δύναμη) αυτός που δωρίζει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δωρος (< δῶρον), πρβλ. ἀγλαό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek