- ἀγλαό-κοιτος
ἀγλαό-κοιτος, mit einem Ehrenplatz am Tische, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-κοιτος, mit einem Ehrenplatz am Tische, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθραιόκοιτος — λαθραιόκοιτος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαό κοιτος, κατά κοιτος] … Dictionary of Greek
μονόκοιτος — μονόκοιτος, ον (Α) αυτός που κοιμάται μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοιτος(< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. αγλαό κοιτος] … Dictionary of Greek
σκληρόκοιτος — ον, Μ αυτός που κοιμάται σε σκληρή κλίνη, σε σκληρό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + κοιτος (< κοίτη), πρβλ. αγλαό κοιτος] … Dictionary of Greek