- ἀγλαϊστός
ἀγλαϊστός, adj. verb. zu ἀγλαΐζω, geschmückt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαϊστός, adj. verb. zu ἀγλαΐζω, geschmückt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγλαϊστός — ἀγλαϊστός, ή, όν και ός, όν (Α) [ἀγλαΐζω] διακοσμημένος, στολισμένος … Dictionary of Greek
ἀγλαιστοῦ — ἀγλαιστός adorned masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαιστή — ἀγλαιστός adorned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαΐζω — ἀγλαΐζω (AM) λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω. αρχ. 1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα 2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός] … Dictionary of Greek