ἀ-γλαφύρως, οὐκ-ἐκέλευσε, Athen. X, 431 d, schön, haud illepide.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαφυρῶς — γλαφυρός hollow adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαφύρως — ἀγλαφύρως επιρρ. (Α) άχαρα, ακαλαίσθητα, άκομψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλαφυρῶς] … Dictionary of Greek