ἀγλαϊσμός

ἀγλαϊσμός

ἀγλαϊσμός, , Schmuck, ῥημάτων Aesch. Soer. Dial. 3, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγλαϊσμός — ἀγλαϊσμός, ο (Α) [ἀγλαΐζω] 1. καλλωπισμός, στολισμός, λαμπρότητα 2. «ἀγλαϊσμός ρημάτων», στολισμός λόγων, καλλιέπεια …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαισμοῦ — ἀγλαϊσμοῦ , ἀγλαϊσμός adorning masc gen sg ἀγλαισμός adorning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαισμῶν — ἀγλαϊσμῶν , ἀγλαϊσμός adorning masc gen pl ἀγλαισμός adorning masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαισμῷ — ἀγλαϊσμῷ , ἀγλαϊσμός adorning masc dat sg ἀγλαισμός adorning masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαισμόν — ἀγλαϊσμόν , ἀγλαϊσμός adorning masc acc sg ἀγλαισμός adorning masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαΐζω — ἀγλαΐζω (AM) λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω. αρχ. 1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα 2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”