ἀκούρευτος

ἀκούρευτος

ἀκούρευτος, VLL., ungeschoren.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακούρευτος — η, ο (Μ ἀκούρευτος, ον) [κουρεύω] αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του νεοελλ. (για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν τού αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα …   Dictionary of Greek

  • ακούρευτος — η, ο αυτός που δεν κουρεύτηκε: Έμεινε ακούρευτος για μήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκούρευτον — ἀκούρευτος unshaven masc/fem acc sg ἀκούρευτος unshaven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούρευτοι — ἀκούρευτος unshaven masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαρτος — ἄκαρτος, ον (Α) ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • άκουρος — (I) ἄκουρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοῦρος «αγόρι»]. (II) –ο, (Α ἄκουρος, ον) [κουρά] ακούρευτος, αξύριστος νεοελλ. 1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε… …   Dictionary of Greek

  • άπεκτος — ἄπεκτος κ. ἀπέκτητος, ον (AM) [πεκτέω] 1. ο αχτένιστος 2. (για πρόβατα) ο ακούρευτος, ο πολύ μικρός, αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν) …   Dictionary of Greek

  • άποκος — ἄποκος, ον (AM) μσν. ο ακούρευτος αρχ. ο χωρίς μαλλιά …   Dictionary of Greek

  • έμποκος — ἔμποκος, ον (Α) [πόκος] (για πρόβατα) άκουρος, ακούρευτος, άκαρτος …   Dictionary of Greek

  • ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …   Dictionary of Greek

  • ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”