- ἀκούσιμος
ἀκούσιμος, hörbar, σπουδή Soph. frg. 823.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκούσιμος, hörbar, σπουδή Soph. frg. 823.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακούσιμος — ἀκούσιμος, η, ον (Α) [ἄκουσις] ο κατάλληλος να τόν ακούσει κανείς … Dictionary of Greek
ἀκουσίμη — ἀκούσιμος fit to be heard fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσιμα — ἀκούσιμος fit to be heard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκουσις — ἄκουσις ( εως), η (Α) 1. ακρόαση 2. στον πληθ. aἱ ἀκούσεις τα ἀκουσμάτια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκούσιμος] … Dictionary of Greek