ἀ-κλόνητος

ἀ-κλόνητος

ἀ-κλόνητος, = ἄ-κλονος, unerschüttert, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκλόνητος — εὐκλόνητος, ον (Α) αυτός που κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλονητος (< κλονώ), πρβλ. α κλόνητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυκλόνητος — ον, Α 1. αυτός που κλονίζεται πολύ 2. αυτός που κινείται πολύ ή πάντοτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλόνητος (< κλονίζω), πρβλ. α κλόνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”