- ἀ-γλωττία
ἀ-γλωττία, ἡ, bei Eur. Alex. frg. 3, Ggstz von εὐγλωττία, Unberedsamkeit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-γλωττία, ἡ, bei Eur. Alex. frg. 3, Ggstz von εὐγλωττία, Unberedsamkeit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυγλωττία — ἡ, Μ ταχυγλωσσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωττία (< γλωττος < γλῶττα / γλῶσσα), πρβλ. θρασυ γλωττία] … Dictionary of Greek
εχεγλωττία — ἐχεγλωττία, ἡ (Α) εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + γλωττία < γλωττος < γλώττα] … Dictionary of Greek