- ἀεξί-κερως
ἀεξί-κερως, κριός, mit großen Hörnern, Epigr. Welh. syll. 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεξί-κερως, κριός, mit großen Hörnern, Epigr. Welh. syll. 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεξίκερως — ἀεξίκερως ( ω), ων (Α) (για τον κριό) μεγαλοκέρατος αρχ. σημ. τής λ. «που συντελεί στην ανάπτυξη τών κεράτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κέρως < κέρας] … Dictionary of Greek