- ἀεξί-γυια
ἀεξί-γυια ἄεϑλα, gliederstärkende, Pind. N. 4, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεξί-γυια ἄεϑλα, gliederstärkende, Pind. N. 4, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] … Dictionary of Greek