- ἀεξί-κακος
ἀεξί-κακος, ἄρουρα, Nonn. D. 20, 84, Unheil nährend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεξί-κακος, ἄρουρα, Nonn. D. 20, 84, Unheil nährend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεξίκακος — ἀεξίκακος, ον (Α) αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κακός] … Dictionary of Greek