ὀγδοηκοντούτης

ὀγδοηκοντούτης

ὀγδοηκοντούτης, s. ὀγδοηκονταέτης. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῠτις, D. Cass. 61, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀγδοηκοντούτης — eighty years old masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

  • ὀγδωκονταέτει — ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem/neut dat sg ὀγδωκονταέτεϊ , ὀγδοηκοντούτης eighty years old dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδωκονταέτη — ὀγδοηκοντούτης eighty years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοντούτεις — ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem acc pl ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδωκονταέτεις — ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem acc pl ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκονταετής — ές (Α ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ές) βλ. ογδοηκοντούτης …   Dictionary of Greek

  • ογδοντάρης — και ογδοηντάρης, θηλ. άρα, ικο [ογδόντα] αυτός που έχει ηλικία 80 ετών, ογδοηκοντούτης …   Dictionary of Greek

  • ογδωκοντ(α)έτης — ὀγδωκοντ(α)έτης, ες (Α) βλ. ογδοηκοντούτης …   Dictionary of Greek

  • ογδωκοντούτης — ὀγδωκοντούτης, ες (Α) ὀγδοηκοντούτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”