- ὀγδοηκοντά-πηχυς
ὀγδοηκοντά-πηχυς, υ, achtzig Ellen lang, Callix. Ath. V, 202 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀγδοηκοντά-πηχυς, υ, achtzig Ellen lang, Callix. Ath. V, 202 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ογδοηκοντάπηχυς — ὀγδοηκοντάπηχυς, υ (ΑΜ) αυτός που έχει έκταση ογδόντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + πῆχυς] … Dictionary of Greek