ὀγδοηκοντα-έτης

ὀγδοηκοντα-έτης

ὀγδοηκοντα-έτης u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig; Solon.; Luc. Hermot. 77; ὀγδωκονταέτης Diotim. 6 (VII, 733).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”