- ἀ-καρτέρητος
ἀ-καρτέρητος, unerträglich, Plut. Symp. 8, 9, 3. – Sp. der nicht aushalten kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-καρτέρητος, unerträglich, Plut. Symp. 8, 9, 3. – Sp. der nicht aushalten kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερητός — καρτερητός, ή, όν (Μ) [καρτερώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να υπομένει 2. αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος … Dictionary of Greek