- ἀ-καρφής
ἀ-καρφής, ές, nicht getrocknet, φλοιός Nicand. bei Ath. IV, 133 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-καρφής, ές, nicht getrocknet, φλοιός Nicand. bei Ath. IV, 133 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρφης — κάρφη hay fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακαρφής — κατακαρφής, ές (Α) (για φλοιό) αποξηραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + καρφής (< κάρφος «άχυρο»), πρβλ. α καρφής] … Dictionary of Greek
UTER — cui liquor infusus alio deportatur, aut asservatur, Graece ἀσκὸς, Isidoro, Origin. l. 20. c. 6. ab utero dictus est, ob similitudinem. Unde Utrarius, quae vox occirrit apud Livium, l. 44. c. 33. ubi de Paulo docet, quô pactô aquarum inopiam in… … Hofmann J. Lexicon universale
ακαρφής — ἀκαρφής ( οῡς), ές (Α) αυτός που δεν έχει ξεραθεί «φλοιὸς ἀκαρφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καρφὴς < κάρφω* «μαραίνω, ξεραίνω»] … Dictionary of Greek
κάρφη — κάρφη, ἡ (Α) [κάρφω] ξερό χόρτο, άχυρο («μὴ ἅπτεσθαι τῆς κάρφης τὸ ὕδωρ», Ξεν.) … Dictionary of Greek