- ἀ-καρπία
ἀ-καρπία, ἡ, Unfruchtbarkeit, Aesch. Eum. 768; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-καρπία, ἡ, Unfruchtbarkeit, Aesch. Eum. 768; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Καρπία — Καρπίᾱ , Καρπίη fem nom/voc/acc dual Καρπίᾱ , Καρπίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπία — καρπίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπια — κάρπιον screw pine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρπίας — Καρπίᾱς , Καρπίη fem acc pl Καρπίᾱς , Καρπίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρπίαν — Καρπίᾱν , Καρπίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοκαρπία — μισθοκαρπία, ἡ (Α) μισθωμένη επικαρπία πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + καρπία μέσω ενός αμάρτυρου *μισθόκαρπος (πρβλ. κακο καρπία)] … Dictionary of Greek
σπανοκαρπία — ἡ, Α έλλειψη καρπών («διὰ τὴν σπανοκαρπίαν πίνουσι μὲν ὕδωρ, σαρκοφαγοῡσι δὲ», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + καρπία (< καρπος < καρπός), πρβλ. πολυ καρπία] … Dictionary of Greek
χρησικαρπία — η, Ν (νομ.) η επικαρπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση / χρῆσις + καρπία (< καρπος < καρπός), πρβλ. επι καρπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Λιακόπουλο] … Dictionary of Greek
καλπιά — και καρπιά, η [κάλπης] κάλπικη πράξη, απάτη, δολιότητα … Dictionary of Greek
καρπίον — καρπίον, τὸ (AM) [καρπός (Ι)] μσν. το φυτό ελλέβορος αρχ. 1. μικρός καρπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «καρπία κλονία», τα ισχία … Dictionary of Greek
παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… … Dictionary of Greek