- ἀ-κόμψευτος
ἀ-κόμψευτος, prunklos, vom Stil, D. Hal. C. V, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κόμψευτος, prunklos, vom Stil, D. Hal. C. V, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομψευτός — ή, ό (Α κομψευτός, όν) [κομψεύω] αυτός που έχει λεχθεί ή υποστεί κατεργασία με κομψότητα, κομψός … Dictionary of Greek