ἀ-γόνατος

ἀ-γόνατος

ἀ-γόνατος, ohne Knie, Arist. inc. an.; ohne Knoten (von Pflanzen) Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόνατος — γόνυ knee neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • πολυγόνατος — ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν) βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες αρχ. 1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • πυκνογόνατος — ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει πυκνά γόνατα, δηλ. πολλούς αλλεπάλληλους κόμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + γόνυ, γόνατος (πρβλ. πολυ γόνατος)] …   Dictionary of Greek

  • звено — I звено I. оконное стекло , диал. От звенеть. II звено II. член, часть ч. л. , укр. звено, болг. звено (Младенов 189), польск. dzwono обод колеса , мн. а кольца змеи , в. луж. zwjeno обод колеса , н. луж. zweno, полаб. zvenü обод , мн. zvenesa.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • βαρύγουνος — και βαρυγούνατος, ον (Α) αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)] …   Dictionary of Greek

  • γονατοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα γόνατος …   Dictionary of Greek

  • γονατόδεσμος — ο (Μ γονατόδεσμος) 1. επίδεσμος τού γόνατος 2. το επιγονάτιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”