ἀ-γόμφιος

ἀ-γόμφιος

ἀ-γόμφιος, ohne Backzahne, Diocl. com. B. A. 339 ἀγόμφιον αἰῶνα τρίψει, vom Greisenalter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόμφιος — γόμφιος, ο και γομφίος, ο το καθένα από τα τελευταία πίσω δόντια, ο τραπεζίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γομφίος — grinder tooth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφίος — ο (AM γομφίος) [γόμφος] δόντι που έχει σχήμα γόμφου, τραπεζίτης αρχ. δόντι κλειδιού …   Dictionary of Greek

  • γομφίοι — γομφίος grinder tooth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφίοις — γομφίος grinder tooth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφίον — γομφίος grinder tooth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφίους — γομφίος grinder tooth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφίων — γομφίος grinder tooth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφίῳ — γομφίος grinder tooth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • μυλοστομίς — μυλοστομίς, ίδος, ἡ (Α) γομφίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + στομίς (< στόμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”