- ἀκρ-ᾱεὶ
ἀκρ-ᾱεὶ πλεῖν, mit gutem Winde fahren, Arr. Ind. 24. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρ-ᾱεὶ πλεῖν, mit gutem Winde fahren, Arr. Ind. 24. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… … Dictionary of Greek