- ἀκρ-ώμιον
ἀκρ-ώμιον, τό, = Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρ-ώμιον, τό, = Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρώμιο — το (Α ἀκρώμιον) η άκανθα, η απόφυση τής ωμοπλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία τής ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek