ἀκρ-ώνυχος

ἀκρ-ώνυχος

ἀκρ-ώνυχος, mit den Zehenspitzen berührend, oft Plut. ἴχνος ἀκρ., de fort. R. 4 (οὐ πτεροῖς κούφοις ἐλαφρίζουσα ἑαυτὴν, οὐδὲ ἀκρ. ἴχνος καϑεῖσα). Vgl. c. 8 u. 12 u. Eum. 11. – Mel. 79 (XII, 82) χερὸς ἀκρώνυχα δισσά, die Fingerspitzen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατυώνυχος — ον, ΜΑ (για πρόσ. και για ζώα) αυτός που έχει πλατιά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. ακρ ώνυχος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ακρώνυχος — ἀκρώνυχος, ον (Α) 1. αυτός που έχει στα άκρα νύχια, χηλές, οπλές κ.λπ. 2. φρ. «ἴχνος ἀκρώνυχον» τα ίχνη, τα σημάδια αυτού που βαδίζει με τις άκρες τών ποδιών του 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκρώνυχα τα άκρα τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η …   Dictionary of Greek

  • ριζωνυχία — ή, Α η ρίζα τού νυχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωνυχία (< ώνυχος < ὄνυξ, υχος), πρβλ. ακρ ωνυχία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”