ἀκροᾱτής

ἀκροᾱτής

ἀκροᾱτής, , Hörer, Zuhörer, von Thuc. an (3, 38) oft bei Att.; bei Plut. auch der Leser, z. B. Thes. 1, Timol. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακροατής — ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) [ἀκροῶμαι] 1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει 2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ. νεοελλ. αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἀκροατής — ἀκροᾱτής , ἀκροατής hearer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροατής — ο θηλ. άτρια 1. αυτός που παρακολουθεί κάποιο ακρόαμα: Οι ακροατές καταχειροκρότησαν τον ομιλητή. 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα χωρίς να είναι κανονικός σπουδαστής: Στην τάξη μας είχαμε και δυο ακροατές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκροατά — ἀκροᾱτά̱ , ἀκροατής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκροᾱτά , ἀκροατής hearer masc voc sg ἀκροᾱτά , ἀκροατής hearer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροώμαι — ἀκροῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή 2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω 3. (για γιατρούς) ακροάζομαι* 4. (μτχ.) ἀκροώμενος, η, ον α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής β. αναγνώστης… …   Dictionary of Greek

  • ευακροάτης — εὐακροάτης, και εὐακροατής ὁ (Μ) αυτός που ακούει με προσοχή, ο ευμενής ακροατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακροατής (< ακροώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • Ίνο, Μπράιαν — (Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno, Γούντμπριτζ κομητείας Σάφολκ, Αγγλία 1948 –). Βρετανός μουσικός, συνθέτης, εκτελεστής και παραγωγός. Παρότι δεν είχε μάθει κανένα μουσικό όργανο, άρχισε να πειραματίζεται με πολυκάναλα μαγνητόφωνα …   Dictionary of Greek

  • ἀκροατάς — ἀκροᾱτά̱ς , ἀκροατής hearer masc acc pl ἀκροᾱτά̱ς , ἀκροατής hearer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • ακουστής — ἀκουστής, ο (Α) [ἀκούω] 1. αυτός που ακούει, ο ακροατής 2. μαθητής, σπουδαστής …   Dictionary of Greek

  • ακροάμων — ἀκροάμων ( ονος), ο (Μ) [ἀκροῶμαι] ακροατής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”