ἀκροᾱτήριον

ἀκροᾱτήριον

ἀκροᾱτήριον, τό, Hörsaal, Plut. Cat. mai. 22 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκροατήριον — ἀκροᾱτήριον , ἀκροατήριον place of audience neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACROMATA — apud Ael. Lampridium in Alexandro Seu. c. 34. Nanos et nanas et moriones et vocales et exoletos, et omnia acromata, et pantomimos Populo donavit. Ita in veteri editione legebatur, nec aliter praeferunt scriptum libri manu exarati: In Notis quoque …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… …   Dictionary of Greek

  • ακροώμαι — ἀκροῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή 2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω 3. (για γιατρούς) ακροάζομαι* 4. (μτχ.) ἀκροώμενος, η, ον α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής β. αναγνώστης… …   Dictionary of Greek

  • ԼՍԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0905 Chronological Sequence: 6c, 11c, 12c, 13c գ. ἁκοή auditus. Գործարան լսելոյ. լսելիք. ունկն. ականջք. ականճ, անկաճ. ... *Եւ ո՛բարեբաստագոյն լսարանօք. Փիլ. իմաստն.: *Եւ ընդ լըրոյ տըգեղ բանին՝ յունակութիւն լսարանին. Յիսուս որդի.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՄԱԼՍԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0014 Chronological Sequence: 6c, 14c գ. ἁκροατήριον auditorium ὀμοακοεῖον auditorium commune. եւ ἁκαδημία academia, universitas Լսարանն համօրէն բազմութեան աշակերտաց կամ ունկնդրաց. ուսումնարան հանդիսական. *Պղատոն ʼի վերայ իւրոյ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τἀκροατήρια — ἀκροᾱτήρια , ἀκροατήριον place of audience neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατηρίοις — ἀκροᾱτηρίοις , ἀκροατήριον place of audience neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατηρίου — ἀκροᾱτηρίου , ἀκροατήριον place of audience neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατηρίωι — ἀκροᾱτηρίῳ , ἀκροατήριον place of audience neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροατηρίων — ἀκροᾱτηρίων , ἀκροατήριον place of audience neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”