- ἀκροᾱτικός
ἀκροᾱτικός, das Hören betreffend, μισϑός, das Honorar, Luc. Enc. Dem. 25; – ἀκροατικῶς ἔχειν, gern hören wollen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκροᾱτικός, das Hören betreffend, μισϑός, das Honorar, Luc. Enc. Dem. 25; – ἀκροατικῶς ἔχειν, gern hören wollen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροατικός — ἀκροατικός, ή, όν (Α) [ἀκροατής] 1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός* 2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων 3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους … Dictionary of Greek
ἀκροατικῶν — ἀκροᾱτικῶν , ἀκροατικός of fem gen pl ἀκροᾱτικῶν , ἀκροατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροατικόν — ἀκροᾱτικόν , ἀκροατικός of masc acc sg ἀκροᾱτικόν , ἀκροατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροατικούς — ἀκροᾱτικούς , ἀκροατικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροατικάς — ἀκροᾱτικά̱ς , ἀκροατικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροατικῶς — ἀκροᾱτικῶς , ἀκροατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)