- ἀκροἁζομαι
ἀκροἁζομαι, = ἀκροάομαι, Epich. bei Ath. IV, 188 c (Emperius vermuthet ἀκοάζομαι = ἀκουάζομαι); Κωρυκαῖος ἠκροάζετο Zenob. 4, 75, aus Men.; in A. B. steht ἠκροάσατο, was Mein. vorzieht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκροἁζομαι, = ἀκροάομαι, Epich. bei Ath. IV, 188 c (Emperius vermuthet ἀκοάζομαι = ἀκουάζομαι); Κωρυκαῖος ἠκροάζετο Zenob. 4, 75, aus Men.; in A. B. steht ἠκροάσατο, was Mein. vorzieht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροάζομαι — ακροάζομαι, ακροάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακροάζομαι — (Α ἀκροάζομαι) νεοελλ. 1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ. 2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι αρχ. ἀκροῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀκροῶμαι … Dictionary of Greek
ἀκροασθῶμεν — ἀκροάζομαι aor subj mp 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροάζεσθαι — ἀκροάζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκροάζετο — ἀκροάζομαι imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροάσασθε — ἀκροά̱σασθε , ἀκροάομαι hearken aor imperat mid 2nd pl ἀ̱κροά̱σασθε , ἀκροάομαι hearken aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀκροά̱σασθε , ἀκροάομαι hearken aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) ἀκροάζομαι aor imperat mp 2nd pl ἀ̱κροάσασθε , ἀκροάζομαι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροώμαι — ἀκροῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή 2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω 3. (για γιατρούς) ακροάζομαι* 4. (μτχ.) ἀκροώμενος, η, ον α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής β. αναγνώστης… … Dictionary of Greek
ἀκροαζομένα — ἀκροαζομένᾱ , ἀκροάζομαι pres part mp fem nom/voc/acc dual ἀκροαζομένᾱ , ἀκροάζομαι pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροασαμένων — ἀκροᾱσαμένων , ἀκροάομαι hearken aor part mid fem gen pl ἀκροᾱσαμένων , ἀκροάομαι hearken aor part mid masc/neut gen pl ἀκροάζομαι aor part mp fem gen pl ἀκροάζομαι aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροασομένας — ἀκροᾱσομένᾱς , ἀκροάομαι hearken fut part mid fem acc pl ἀκροᾱσομένᾱς , ἀκροάομαι hearken fut part mid fem gen sg (doric aeolic) ἀκροασομένᾱς , ἀκροάζομαι fut part mp fem acc pl ἀκροασομένᾱς , ἀκροάζομαι fut part mp fem gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροασομένων — ἀκροᾱσομένων , ἀκροάομαι hearken fut part mid fem gen pl ἀκροᾱσομένων , ἀκροάομαι hearken fut part mid masc/neut gen pl ἀκροάζομαι fut part mp fem gen pl ἀκροάζομαι fut part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)