ακροαματικός — ή, ό (Α ἀκροαματικός, ή, όν) αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία νεοελλ. (Νομ.) ακροαματική διαδικασία η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία αρχ. 1. ο ικανός να ακούει, να… … Dictionary of Greek
ἀκροαματικός — ἀκροᾱματικός , ἀκροαματικός designed for hearing only masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροαματικός — ή, ό 1. αυτός που προορίζεται για ακρόαση: Παρουσίασε μονάχα το ακροαματικό μέρος του έργου. 2. αυτός που γίνεται με την ακρόαση: Από την ακροαματική διαδικασία δεν αποδείχτηκε η ενοχή του κατηγορουμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκροαματικά — ἀκροᾱματικά , ἀκροαματικός designed for hearing only neut nom/voc/acc pl ἀκροᾱματικά̱ , ἀκροαματικός designed for hearing only fem nom/voc/acc dual ἀκροᾱματικά̱ , ἀκροαματικός designed for hearing only fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροαματικῶν — ἀκροᾱματικῶν , ἀκροαματικός designed for hearing only fem gen pl ἀκροᾱματικῶν , ἀκροαματικός designed for hearing only masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
acroamático — (Del lat. acroamatius < gr. akromatikos < akroama, lo que se escucha con placer.) ► adjetivo ENSEÑANZA Se aplica a la enseñanza o método que utiliza explicaciones, narraciones o discursos. * * * acroamático, a (del lat. «acroamatĭcus», del… … Enciclopedia Universal
ακροαματικότητα — η [ακροαματικός] (για ραδιόφωνο ή τηλεόραση) το ποσοστό ακροατών ή θεατών που παρακολουθεί αντιστοίχως κάποιο ακρόαμα ή θέαμα «αυτό το πρόγραμμα έχει μεγάλη (ή υψηλή) ακροαματικότητα» … Dictionary of Greek
ακροατικός — ἀκροατικός, ή, όν (Α) [ἀκροατής] 1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός* 2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων 3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους … Dictionary of Greek
ακρόαμα — το (Α ἀκρόαμα) αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία αρχ. στον πληθ. τὰ ἀκροάματα αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι. ΠΑΡ. ακροαματικός… … Dictionary of Greek
ἀκροαματικαί — ἀκροᾱματικαί , ἀκροαματικός designed for hearing only fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροαματικοῖς — ἀκροᾱματικοῖς , ἀκροαματικός designed for hearing only masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)