ἀκρο-βάμων

ἀκρο-βάμων

ἀκρο-βάμων, ον, auf den Zehen gehend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακροβάμων — ἀκροβάμων ( ονος), ον (Α) αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βάμων < βαίνω. ΠΑΡ. μσν. ἀκροβαμονῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”