ἀγρο-νὁμος

ἀγρο-νὁμος

ἀγρο-νὁμος, landbewohnend (VLL. οἱ ἐν ἀγροῖς διατρίβοντες), Νύμφαι Od. 6, 106 (ἅπαξ εἰρημ.; Megaklides las ἀγρόμεναι παίζουσιν ἀνὰ δρία παιπαλόεντα, s. Scholl.); von Thieren, auf dem Felde lebend, ϑῆρες Aesch. Ag. 140; αὐλαί, ländl. Wohnungen, Soph. Ant. 782; πλάκες O. R. 1103, wo Herm. ἀγρόνομοι schreibt, denn Schol. erkl. τόπος ἔνϑα τὰ ἄγρια νέμεται; D. Per. 187 steht ἀγρόνομοι Μασυλῆες falsch; Mel. 111 (VII, 196) ἀγρονόμη μοῠσα, ländlicher Gesang, – ὁ ἀγρονόμος, s. d. Vor.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • θεμιστονόμος — θεμιστονόμος, ὁ (Α) δικαστής, κριτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + νομος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσονόμος — θαλασσονόμος, ον (Α) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» κοχύλια). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, βου νόμος] …   Dictionary of Greek

  • θερεινόμος — θερεινόμος, ον (Α) αυτός που μπορεί να παράσχει βοσκή στα ζώα κατά το θέρος («θερινόμος πόα» θερινή βοσκή, Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”