- ἀκρο-έλικτος
ἀκρο-έλικτος, am Ende umwunden, P. Sil. amb. 178.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-έλικτος, am Ende umwunden, P. Sil. amb. 178.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροέλικτος — ἀκροέλικτος, ον (Μ) αυτός που έχει τυλιχτεί στο άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἐλικτὸς < ἐλίσσω] … Dictionary of Greek