- ἀκρο-πότης
ἀκρο-πότης, ὁ, Zecher, Nonn. D. 14, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-πότης, ὁ, Zecher, Nonn. D. 14, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροπότης — ἀκροπότης, ο (Α) αυτός που πίνει κρασί χωρίς μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πότης < πίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροποσία] … Dictionary of Greek