- ἀκρο-πόδιον
ἀκρο-πόδιον, τό, Fußspitze, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-πόδιον, τό, Fußspitze, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπόδιον — ἡμιπόδιον, τὸ (Α) (ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο πόδιον, υπο πόδιον]. ἡμιπόδιον, τὸ (Α) το μισό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός)] … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek