- ἀκρο-πόρος
ἀκρο-πόρος, mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῠριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-πόρος, mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῠριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
κραπνοπόρος — κραπνοπόρος, ον (Μ) αυτός που πορεύεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
λινοπόρος — λινοπόρος, ον (Α) (για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
οξυπόρος — ὀξυπόρος, ον (Α) 1. (κυρίως για αγγείο) αυτός που έχει οξύ, αιχμηρό στόμιο 2. (για φάρμακο) αυτός που έχει γρήγορα αποτελέσματα, που ενεργεί γρήγορα, δραστικός. επίρρ... ὀξυπόρως (Μ) με ταχύτητα, με γρήγορη πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πόρος… … Dictionary of Greek
ακροπόρος — (I) ἀκροπόρος, ον (Α) 1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή 2. (προπαροξ.) ακρόπορος αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόρος < πείρω]. (II) ἀκροπόρος, ον (Α) εκείνος που ανεβαίνει ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek
Τουρκμενιστάν — H χώρα βρίσκεται στη νοτιοδυτική Kεντρική Aσία και συνορεύει προς βορρά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοδυτικά με το Kαζαχστάν, δυτικά είναι η Kασπία θάλασσα, νότια με το Iράν και νοτιοανατολικά με το Aφγανιστάν.Το Tουρκμενιστάν δημιουργήθηκε μετά τη… … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία … Dictionary of Greek
Αρούμπα — Νησί της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, υπερπόντια κτήση και αυτόνομο τμήμα της Ολλανδίας στις Ολλανδικές Αντίλλες. Η έκταση του νησιού είναι 193 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 70.007 κάτ. (2001). Πρωτεύουσα της Α. είναι το Οράνγεσταντ.Νησί … Dictionary of Greek