- ἀερο-πόρος
ἀερο-πόρος, luftdurchwandelnd, γένος πτηνόν Plat. Tim. 40 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερο-πόρος, luftdurchwandelnd, γένος πτηνόν Plat. Tim. 40 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek
κυκλοπόρος — κυκλοπόρος, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο πόρος, οδοι πόρος)] … Dictionary of Greek